μαγγάνισμα

μαγγάνισμα
το [μαγγανίζω]
1. πίεση, σύνθλιψη, σφίξιμο με μάγγανο
2. τεχνολ. μέθοδος συμπίεσης ή λείανσης τής επιφάνειας υφασμάτων, κυρίως, με τη χρήση μαγγάνου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”